- σμήνος, σμάρι
- l'eixam
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
σμάρι — Ημιορεινός οικισμός (374 κάτ., υψόμ. 320 μ.), στην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Καστελλίου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 374 κάτ.). * * * το, Ν 1. νέο σμήνος μελισσών, γονίδι, γόνος 2.… … Dictionary of Greek
σμάρι — το 1. σμήνος: Στην κουφάλα ενός δέντρου βρήκε ένα σμάρι μελισσών. 2. πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελισσολόι — το 1. σμήνος, σμάρι μελισσών, μελίσσι 2. βόμβος μελισσιού, μελισσοβούισμα («κάτι σα βουητό, σα μελισσόι», Παλαμ.) 3. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος ανθρώπων που θορυβούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + λόι*] … Dictionary of Greek
γονίδι — το [γόνος] 1. σμήνος από νεαρές μέλισσες, σμάρι 2. γόνος ψαριών … Dictionary of Greek
μελίσσι — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Οικισμός (3 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε απόσταση 43 χλμ. ΝΑ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2. Ακατοίκητος οικισμός του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών … Dictionary of Greek
μελισσοσμάρι — το σμήνος μελισσών, μελίσσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + σμάρι] … Dictionary of Greek
προσμαρίδα — η, Ν κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ < προσ * + σμάρι «σμήνος μελισσών, μεγάλο πλήθος»] … Dictionary of Greek
εσμός — ο πλήθος πυκνό, σμάρι, σμήνος: Εσμός μελισσών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελίσσι — το ιού 1. σμήνος από μέλισσες, το σμάρι. 2. μτφ., πυκνό και μεγάλο πλήθος που δημιουργεί θόρυβο: Στην πλατεία μαζεύτηκε μελίσσι. 3. στον πληθ., τα μελίσσια το μέρος όπου είναι τοποθετημένες πολλές κυψέλες, οι μελισσώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)